- αλισφάκι
- τοο καρπός τής αλισφακιάς και το ίδιο το φυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλίσφακας.ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακάκι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλισφακάκι — το [αλισφάκι] ο καρπός τής αλισφακιάς, αλισφάκι, φασκόμηλο … Dictionary of Greek
αλίσφακας — ο το φυτό αλισφακιά και ο καρπός τής αλισφακιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ελελίσφακος*. ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφάκι, αλισφακιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλισφακόμηλο] … Dictionary of Greek